- συντελικός
- συντελικόςbelonging tomasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντελικός — ή, ό / συντελικός, ή, όν, ΝΑ [συντελῶ] νεοελλ. φρ. «συντελικοί χρόνοι» οι χρόνοι που σημαίνουν κάτι που έχει συντελεστεί, δηλαδή ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συντέλεια ή… … Dictionary of Greek
συντελικά — συντελικός belonging to neut nom/voc/acc pl συντελικά̱ , συντελικός belonging to fem nom/voc/acc dual συντελικά̱ , συντελικός belonging to fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικῶν — συντελικός belonging to fem gen pl συντελικός belonging to masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικόν — συντελικός belonging to masc acc sg συντελικός belonging to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικοῦ — συντελικός belonging to masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικούς — συντελικός belonging to masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικῆς — συντελικός belonging to fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικῇ — συντελικός belonging to fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελική — συντελικός belonging to fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντελικήν — συντελικός belonging to fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)